φοιβόληπτος

φοιβόληπτος
ος , ον находящийся в состоянии поэтического вдохновения, поэтического экстаза

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "φοιβόληπτος" в других словарях:

  • Φοιβόληπτος — possessed by Phoebus masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοιβόληπτος — possessed by Phoebus masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοιβόληπτος — η, ο / φοιβόληπτος, ον, ΝΑ, και ιων. τ. φοιβόλαμπτος, ον, Α νεοελλ. αυτός που διακατέχεται από ποιητική έμπνευση αρχ. αυτός που εμπνέεται από τον θεό Φοίβο, ο προφητικός («τὴν φοιβόληπτον χελιδόνα», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Φοῖβος + ληπτος (<… …   Dictionary of Greek

  • Φοιβόληπτον — Φοιβόληπτος possessed by Phoebus masc/fem acc sg Φοιβόληπτος possessed by Phoebus neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοιβόληπτον — φοιβόληπτος possessed by Phoebus masc/fem acc sg φοιβόληπτος possessed by Phoebus neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φοιβολήπτοις — Φοιβόληπτος possessed by Phoebus masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοιβολήπτοις — φοιβόληπτος possessed by Phoebus masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φοιβολήπτους — Φοιβόληπτος possessed by Phoebus masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοιβολήπτους — φοιβόληπτος possessed by Phoebus masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φοιβόλαμπτος — Φοιβόληπτος possessed by Phoebus masc/fem nom sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοιβόλαμπτος — Φοιβόληπτος possessed by Phoebus masc/fem nom sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»